ταλαντευτήρας

ταλαντευτήρας
ο, Ν
1. (παλαιός όρος) σύστημα ή όργανο που προκαλεί ταλαντώσεις ή μπορεί να ταλαντωθεί
2. (ηλεκτρολ.) (παλαιός όρος) ταλαντωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντεύω + επίθημα -τήρας (πρβλ. ανιχνευ-τήρας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”